- συναυγάζω
- ΜΑφωτίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταυγάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω» (< αὐγή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναυγαζούσης — συναυγάζω illuminate pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυγαζούσας — συναυγαζούσᾱς , συναυγάζω illuminate pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) συναυγαζούσᾱς , συναυγάζω illuminate pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυγασμός — ὁ, Α [συναυγάζω] η ταυτόχρονη συγκέντρωση ακτίνων φωτός … Dictionary of Greek